τραπειομεν
Смотреть что такое "τραπειομεν" в других словарях:
τραπείομεν — τέρπω delight aor subj pass 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπείομεν — τέρπω delight aor subj pass 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)